απεργοσπαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεργοσπαστικός < απεργοσπάστης
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απεργοσπαστικός
- που έχει σαν σκοπό ή συνδέεται με το σπάσιμο, τη λύση μιας απεργίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεργοσπαστικός
|