απερίζωστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απερίζωστος < α- + περίζωστος
Επίθετο επεξεργασία
απερίζωστος
- (λόγιο, σπάνιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που δεν τον έχουν περιζώσει
- ※ Στην εικόνα του κατακερματισμού του προσώπου προβάλλεται τελικώς η «μη-απεικονιστική» εικόνα του κόσμου που όλο και περισσότερο μένει άσκεπτος, απερίζωστος. (www.ant1live.com, 19.12.2022)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απερίζωστος
|