απειρόγαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απειρόγαμος < (ελληνιστική κοινή) ἀπειρόγαμος
Επίθετο επεξεργασία
απειρόγαμος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που δεν έχει παντρευτεί, που δεν έχει πείρα, γάμου
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ανύπαντρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απειρόγαμος
|