απεγκλωβισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεγκλωβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απεγκλωβίζω
Μετοχή επεξεργασία
απεγκλωβισμένος, -η, -ο
- που έχει απεγκλωβιστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεγκλωβισμένος
|