απαρνημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαρνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαρνούμαι
Μετοχή επεξεργασία
απαρνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απαρνούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαρνημένος
|
απαρνημένος, -η, -ο
|