απαντεχαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαντεχαίνω < μεσαιωνική ελληνική απαντεχαίνω < απαντέχω
Ρήμα επεξεργασία
απαντεχαίνω
- (ιδιωματικό) περιμένω (με καλή ή κακή διάθεση) κάτι (ευχάριστο ή δυσάρεστο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαντεχαίνω
|