Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απήγανος οι απήγανοι
      γενική του απήγανου των απήγανων
    αιτιατική τον απήγανο τους απήγανους
     κλητική απήγανε απήγανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
απήγανος

  Ετυμολογία επεξεργασία

απήγανος < μεσαιωνική ελληνική ἀπήγανον < αρχαία ελληνική πήγανον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpi.ɣa.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απήγανος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ξορκισμένος με τον απήγανο: για κάτι που δεν το θέλουμε ή το αποφεύγουμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία