αορτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αορτήρας | οι | αορτήρες |
γενική | του | αορτήρα | των | αορτήρων |
αιτιατική | τον | αορτήρα | τους | αορτήρες |
κλητική | αορτήρα | αορτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αορτήρας < αρχαία ελληνική ἀορτήρ < ἄορ (ξίφος) < ἀείρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αορτήρας αρσενικό
- λουρί που υπάρχει σε εξοπλισμό και χρησιμεύει για να κρεμιέται στον ώμο (σε τουφέκι, σε θήκη ξίφους, σε σακίδιο κλπ)