Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιωματικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αξιωματικότητ
α
οι
αξιωματικότητ
ες
γενική
της
αξιωματικότητ
ας
των
αξιωματικοτήτ
ων
αιτιατική
την
αξιωματικότητ
α
τις
αξιωματικότητ
ες
κλητική
αξιωματικότητ
α
αξιωματικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιωματικότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αξιωματικότητα
θηλυκό
(
φιλοσοφία
) επίκληση σε
αρχές
και
αξιώματα
και όχι σε αποδείξεις ή επιχειρήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιωματικότητα
αγγλικά
:
axiomaticity
(en)