αξιοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοσύνη < μεσαιωνική ελληνική αξιοσύνη < άξιος + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξιοσύνη θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άξιος