Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξεσουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική accessoire[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αξεσουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. εξάρτημα αυτοκινήτου που δεν είναι απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία του
  2. εξάρτημα ενδυμασίας που έχει περισσότερο διακοσμητικό παρά πρακτικό σκοπό

  Μεταφράσεις επεξεργασία