Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξίωση οι αξιώσεις
      γενική της αξίωσης* των αξιώσεων
    αιτιατική την αξίωση τις αξιώσεις
     κλητική αξίωση αξιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξίωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξίωσις[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈksi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αξίωση θηλυκό

  1. η απαίτηση που βασίζεται σε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα
  2. που έχει αξία, υψηλή ποιότητα και κατά συνέπεια φιλόδοξους στόχους
  3. η παράλογη ή υπερβολική απαίτηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία