αξίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξίωση | οι | αξιώσεις |
γενική | της | αξίωσης* | των | αξιώσεων |
αιτιατική | την | αξίωση | τις | αξιώσεις |
κλητική | αξίωση | αξιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξίωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξίωσις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈksi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξί‐ω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξίωση θηλυκό
- η απαίτηση που βασίζεται σε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα
- που έχει αξία, υψηλή ποιότητα και κατά συνέπεια φιλόδοξους στόχους
- η παράλογη ή υπερβολική απαίτηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξίωση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αξίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας