Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξήγητος η αξήγητη το αξήγητο
      γενική του αξήγητου της αξήγητης του αξήγητου
    αιτιατική τον αξήγητο την αξήγητη το αξήγητο
     κλητική αξήγητε αξήγητη αξήγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξήγητοι οι αξήγητες τα αξήγητα
      γενική των αξήγητων των αξήγητων των αξήγητων
    αιτιατική τους αξήγητους τις αξήγητες τα αξήγητα
     κλητική αξήγητοι αξήγητες αξήγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξήγητος < α- + εξηγώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξήγητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία