αξήγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξήγητος | η | αξήγητη | το | αξήγητο |
γενική | του | αξήγητου | της | αξήγητης | του | αξήγητου |
αιτιατική | τον | αξήγητο | την | αξήγητη | το | αξήγητο |
κλητική | αξήγητε | αξήγητη | αξήγητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξήγητοι | οι | αξήγητες | τα | αξήγητα |
γενική | των | αξήγητων | των | αξήγητων | των | αξήγητων |
αιτιατική | τους | αξήγητους | τις | αξήγητες | τα | αξήγητα |
κλητική | αξήγητοι | αξήγητες | αξήγητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αξήγητος
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) άλλη μορφή του ανεξήγητος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξηγώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξήγητος
|