ανότιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανότιστος < ελληνιστική κοινή ἀνότιστος < αρχαία ελληνική νοτίζω < νότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (πλέω, κολυμπώ)
Επίθετο επεξεργασία
ανότιστος, -η, -ο
- που δεν έχει νοτιστεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανότιστος
|