Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωδομή οι ανωδομές
      γενική της ανωδομής των ανωδομών
    αιτιατική την ανωδομή τις ανωδομές
     κλητική ανωδομή ανωδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανωδομή < άνω + δομή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά superstructure)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανωδομή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία