ανυποληψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανυποληψία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυποληψία.[1][2] Δείτε το αρχαίο ὑποληπτός. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό στο ανυπόληπ(τος) + -σία >-ψία.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ni.po.liˈpsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐πο‐λη‐ψί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανυποληψία θηλυκό
- η στάση περιθωριοποίησης από τη μεριά του κοινωνικού συνόλου προς κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων
- η έλλειψη εκτίμησης, υπόληψης
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανυπόληπτος και υπόληψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανυποληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανυποληψία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας