αντώσμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντώσμωση | οι | αντωσμώσεις |
γενική | της | αντώσμωσης* | των | αντωσμώσεων |
αιτιατική | την | αντώσμωση | τις | αντωσμώσεις |
κλητική | αντώσμωση | αντωσμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντωσμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντώσμωση < αντ(ι)- + ώσμωση (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reverse osmosis
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντώσμωση θηλυκό
- (τεχνολογία) τεχνολογία υδατοκαθαρισμού (υδροκαθαρισμού, καθαρισμού του νερού) με την χρήση ημιπερατών μεμβράνων για την αφαίρεση ιόντων, μορίων και μεγαλύτερων σωματιδίων από το πόσιμο νερό
- Αντίστροφη ώσμωση ή αντώσμωση (Reverse Osmosis, RO). Η τεχνική βασίζεται στην διέλευση θαλασσινού ή υφάλμυρου νερού, τροφοδοσίας υπό υψηλή πίεση μέσα από μεμβράνες ινών που διαχωρίζουν το νερό. (πτυχιακή εργασία, 2018 πρόσβαση:2019.04.20.)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιωσμωτική (έλεγχος ώσμωσης - μέτρηση υγρασίας)
- αντιωσμωτικός, αντωσμωτικός
Σημειώσεις επεξεργασία
- συχνά βρίσκεται γραμμένη με όμικρον, ενώ η ώσμωση γράφεται με δύο ωμέγα.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- reverse osmosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντώσμωση