αντλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντλώ
Μετοχή επεξεργασία
αντλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αντλώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντλημένος
|
αντλημένος, -η, -ο
|