αντιτριβή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιτριβή < αντι- + τριβή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antifriction)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιτριβή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιτριβικός
- → δείτε τη λέξη τρίβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιτριβή