αντισυστημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισυστημικός < αντι- + συστημικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.si.sti.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐συ‐στη‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αντισυστημικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, πολιτική, οικονομία) που εναντιώνεται σε κάποιο σύστημα, συνηθέστερα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, αλλά και εμπορικό, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό κ.λπ.
- ↪ αντισυστημικός πολιτικός, αντισυστημικός δημοσιογράφος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- ο όρος προϋποθέτει αμφισβήτηση υφιστάμενου συστήματος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισυστημικός
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr