αντιστρατεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιστρατεύομαι < αρχαία ελληνική ἀντιστρατεύομαι < ἀντί + στρατεύομαι < στρατός
Ρήμα επεξεργασία
αντιστρατεύομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιστρατευόμενος
- → δείτε τη λέξη στρατός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιστρατεύομαι