Δείτε επίσης: αντιστοιχώ, ἀντιστοιχῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιστοιχίζω < αντιστοιχία + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αντιστοιχίζω (παθητική φωνή: αντιστοιχίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία