Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισιωνιστικός η αντισιωνιστική το αντισιωνιστικό
      γενική του αντισιωνιστικού της αντισιωνιστικής του αντισιωνιστικού
    αιτιατική τον αντισιωνιστικό την αντισιωνιστική το αντισιωνιστικό
     κλητική αντισιωνιστικέ αντισιωνιστική αντισιωνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισιωνιστικοί οι αντισιωνιστικές τα αντισιωνιστικά
      γενική των αντισιωνιστικών των αντισιωνιστικών των αντισιωνιστικών
    αιτιατική τους αντισιωνιστικούς τις αντισιωνιστικές τα αντισιωνιστικά
     κλητική αντισιωνιστικοί αντισιωνιστικές αντισιωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισιωνιστικός < αντι- + σιωνιστικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντισιωνιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία