αντιρυτιδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιρυτιδικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση των ρυτίδων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρυτίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιρυτιδικός
|
αντιρυτιδικός, -ή, -ό
|