Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπυρίνη οι αντιπυρίνες
      γενική της αντιπυρίνης των αντιπυρινών
αντιπυρίνων
    αιτιατική την αντιπυρίνη τις αντιπυρίνες
     κλητική αντιπυρίνη αντιπυρίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπυρίνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Antipyrin (παλαιά εμπορική ονομασία). Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + πυρ + -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπυρίνη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία