Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιπληθωρισμός οι αντιπληθωρισμοί
      γενική του αντιπληθωρισμού των αντιπληθωρισμών
    αιτιατική τον αντιπληθωρισμό τους αντιπληθωρισμούς
     κλητική αντιπληθωρισμέ αντιπληθωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπληθωρισμός < αντι- + πληθωρισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπληθωρισμός αρσενικό

  1. (οικονομία) ο πληθωρισμός με αρνητικό πρόσημο
  2. (οικονομία) η πολιτική που στοχεύει στη μείωση του πληθωρισμού

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία