αντιπεψίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπεψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: antipepsin < anti- + pepsin < αρχαία ελληνική πέψις < πέσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπεψίνη[1] θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπεψίνη
- ↑ αντιπεψίνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας