αντιπαρασιτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπαρασιτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπαρασιτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπαρασιτικό ουδέτερο
- φάρμακο που συμβάλλει στην παρασιτοκτονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπαρασιτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντιπαρασιτικό
- αιτιατική ενικού του αντιπαρασιτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιπαρασιτικός