Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιπαρασιτικό τα αντιπαρασιτικά
      γενική του αντιπαρασιτικού των αντιπαρασιτικών
    αιτιατική το αντιπαρασιτικό τα αντιπαρασιτικά
     κλητική αντιπαρασιτικό αντιπαρασιτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπαρασιτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπαρασιτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπαρασιτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντιπαρασιτικό