αντιπαγκοσμιοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπαγκοσμιοποίηση | οι | αντιπαγκοσμιοποιήσεις |
γενική | της | αντιπαγκοσμιοποίησης | των | αντιπαγκοσμιοποιήσεων |
αιτιατική | την | αντιπαγκοσμιοποίηση | τις | αντιπαγκοσμιοποιήσεις |
κλητική | αντιπαγκοσμιοποίηση | αντιπαγκοσμιοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπαγκοσμιοποίηση < αντι- + παγκοσμιοποίηση (-ποίηση)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.paŋ.ɡo.zmi.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐γκο‐σμι‐ο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπαγκοσμιοποίηση θηλυκό
- (πολιτική, οικονομία, κοινωνιολογία) οι θεωρίες και πρακτικές που αντιστρατεύονται την παγκοσμιοποίηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπαγκοσμιοποίηση
|