αντιμονίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιμονίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) θειούχο ορυκτό του αντιμονίου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αντιμόνιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμονίτης