αντιμεταβολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμεταβολίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antimetabolite < anti- + metabolite < metabolism + -ite < αρχαία ελληνική μεταβάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιμεταβολίτης αρσενικό
- (βιοχημεία) ουσία που εμποδίζει ή αναστέλλει τη διαδικασία του μεταβολισμού
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεταβολισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Antimetabolite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμεταβολίτης