Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιμεταβολίτης οι αντιμεταβολίτες
      γενική του αντιμεταβολίτη των αντιμεταβολιτών
    αιτιατική τον αντιμεταβολίτη τους αντιμεταβολίτες
     κλητική αντιμεταβολίτη αντιμεταβολίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμεταβολίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antimetabolite < anti- + metabolite < metabolism +‎ -ite < αρχαία ελληνική μεταβάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιμεταβολίτης αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία