Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμεταβίβαση οι αντιμεταβιβάσεις
      γενική της αντιμεταβίβασης των αντιμεταβιβάσεων
    αιτιατική την αντιμεταβίβαση τις αντιμεταβιβάσεις
     κλητική αντιμεταβίβαση αντιμεταβιβάσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμεταβίβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική countertransference(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < γερμανική Gegenübertragung. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + μεταβίβαση.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιμεταβίβαση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία