αντιμεθυστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμεθυστικός < αντι- + μεθυστικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιμεθυστικός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μέθη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμεθυστικός
|