αντικραδασμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντικραδασμικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην προστασία από τους κραδασμούς, στην αποφυγή ή τον περιορισμό τους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κραδασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικραδασμικός
|