αντικομματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικομματισμός < αντι- + κομματισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικομματισμός αρσενικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντικομματικά
- αντικομματικός
- → δείτε τις λέξεις κομματισμός, κόμμα και κόβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικομματισμός
|