αντικομματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικομματικός < αντί + κομματικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiparti)
Επίθετο επεξεργασία
αντικομματικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- αντικομματικά
- → δείτε τις λέξεις κομματισμός, κόμμα και κόβω