αντικεμαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικεμαλιστής < αντί + κεμαλιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικεμαλιστής αρσενικό, θηλυκό αντικεμαλίστρια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικεμαλιστής
|
αντικεμαλιστής αρσενικό, θηλυκό αντικεμαλίστρια
|