Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεμαλισμός οι κεμαλισμοί
      γενική του κεμαλισμού των κεμαλισμών
    αιτιατική τον κεμαλισμό τους κεμαλισμούς
     κλητική κεμαλισμέ κεμαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεμαλισμός < (ανθρωπωνύμιο) Κεμάλ Ατατουρκ + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεμαλισμός αρσενικό

  • (πολιτική): η πολιτική ιδεολογία και πρακτική του Τούρκου επαναστάτη και πολιτικού Κεμαλ

  Μεταφράσεις επεξεργασία