αντικαθιστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικαθιστώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντικαθίστημι.
Ρήμα επεξεργασία
αντικαθιστώ, πρτ.: αντικαθιστούσα, στ.μέλλ.: θα αντικαταστήσω, αόρ.: αντικατέστησα, παθ.φωνή: αντικαθίσταμαι, π.αόρ.: αντικαταστάθηκα, μτχ.π.π.: αντικατεστημένος
- βγάζω κάτι/κάποιον και τοποθετώ στη θέση του κάτι άλλο το οποίο είναι ίσης αξίας, ίδιας αποτελεσματικότητας, ίσης απόδοσης με το / τον αντικατασταθέν /ντα.
- μπαίνω στη θέση που κατείχε πριν κάτι άλλο ή κάποιος άλλος
- (γραμματική) γράφω τους τύπους ενός ρήματος σε άλλους χρόνους ή εγκλίσεις
- (πληροφορική) γράφω νέα δεδομένα πάνω στη θέση μνήμης παλαιότερων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικαθιστώ