Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιισταμινικό τα αντιισταμινικά
      γενική του αντιισταμινικού των αντιισταμινικών
    αιτιατική το αντιισταμινικό τα αντιισταμινικά
     κλητική αντιισταμινικό αντιισταμινικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιισταμινικό < ουδέτερο του αντιισταμινικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική antihistaminique[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιισταμινικό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία