Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιηλεκτρόνιο τα αντιηλεκτρόνια
      γενική του αντιηλεκτρονίου
αντιηλεκτρόνιου
των αντιηλεκτρονίων
    αιτιατική το αντιηλεκτρόνιο τα αντιηλεκτρόνια
     κλητική αντιηλεκτρόνιο αντιηλεκτρόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιηλεκτρόνιο < αντι- + ηλεκτρόνιο < αγγλική positron < positive + electron, θετικός + ηλεκτρόνιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιηλεκτρόνιο ουδέτερο και ποζιτρόνιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία