αντιαυστριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαυστριακός < αντι- + αυστριακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.af.stɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐αυ‐στρι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αντιαυστριακός, -ή, -ό
- που είναι εναντίον της Αυστρίας ή των Αυστριακών
- ※ Το 1774 το βασιλικό ζευγάρι ανέβηκε επίσημα στον γαλλικό θρόνο μέσα από φαντασμαγορικές τελετές, αλλά σύντομα ήρθε σε ρήξη με το γαλλικό αντιαυστριακό κόμμα. Και όχι μόνο με το αντιαυστριακό κόμμα, αλλά και με τις θείες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, που έβγαλαν στη Μαρία Αντουανέτα το όνομα "η Αυστριακή".
- Λουκάς Καρνής, Οι πέρλες των $36 εκατ: τιμή ρεκόρ για το κολιέ της ατίθασης Αντουανέτα, cnn.gr, 15 Νοεμβρίου 2018
- ※ Το 1774 το βασιλικό ζευγάρι ανέβηκε επίσημα στον γαλλικό θρόνο μέσα από φαντασμαγορικές τελετές, αλλά σύντομα ήρθε σε ρήξη με το γαλλικό αντιαυστριακό κόμμα. Και όχι μόνο με το αντιαυστριακό κόμμα, αλλά και με τις θείες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, που έβγαλαν στη Μαρία Αντουανέτα το όνομα "η Αυστριακή".
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαυστριακός
|
Πηγές επεξεργασία
- αντιαυστριακός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας