Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιαυστριακός η αντιαυστριακή το αντιαυστριακό
      γενική του αντιαυστριακού της αντιαυστριακής του αντιαυστριακού
    αιτιατική τον αντιαυστριακό την αντιαυστριακή το αντιαυστριακό
     κλητική αντιαυστριακέ αντιαυστριακή αντιαυστριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιαυστριακοί οι αντιαυστριακές τα αντιαυστριακά
      γενική των αντιαυστριακών των αντιαυστριακών των αντιαυστριακών
    αιτιατική τους αντιαυστριακούς τις αντιαυστριακές τα αντιαυστριακά
     κλητική αντιαυστριακοί αντιαυστριακές αντιαυστριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιαυστριακός < αντι- + αυστριακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.af.stɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐αυ‐στρι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιαυστριακός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία