Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντζούγια οι αντζούγιες
      γενική της αντζούγιας
    αιτιατική την αντζούγια τις αντζούγιες
     κλητική αντζούγια αντζούγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πίτσα με αντζούγιες

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντζούγια > → δείτε τη λέξη αντσούγια [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈd͡zu.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐τzού‐για

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντζούγια θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία