αντεραστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντεραστής < αρχαία ελληνική ἀντεραστής < ἐραστής < ἐράω / ἐρῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντεραστής αρσενικό (θηλυκό: αντεράστρια)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντεράστρια
- → δείτε τις λέξεις αντί, εραστής και έρωτας