αντεπαναστατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντεπαναστατικός < αντι- + επαναστατικός
Επίθετο επεξεργασία
αντεπαναστατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντεπανάσταση ή τον αντεπαναστάτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αντεπανάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντεπαναστατικός