Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντίφραση οι αντιφράσεις
      γενική της αντίφρασης* των αντιφράσεων
    αιτιατική την αντίφραση τις αντιφράσεις
     κλητική αντίφραση αντιφράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιφράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίφραση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίφρασις < ἀντιφράζω < ἀντι- + αρχαία ελληνική φράζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίφραση θηλυκό

  1. ο ευφημισμός· π.χ. Εὐμενίδες αντί Ἐρινύες, πόντος εὔξεινος αντί ἄξεινος
  2. (γραμματική) η αλλαγή στη σημασία μιας λέξης στο ακριβώς αντίθετό της· π.χ. ατίμητος ≠ αρχαία ελληνική ἀτίμητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία