Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίβαρο τα αντίβαρα
      γενική του αντίβαρου των αντίβαρων
    αιτιατική το αντίβαρο τα αντίβαρα
     κλητική αντίβαρο αντίβαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τσιμεντένιο αντίβαρο σε γερανό.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίβαρο < αντί-+ βάρος + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contrepoids[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈdi.va.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐βα‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίβαρο ουδέτερο

  1. βαρύ αντικείμενο από μέταλλο, τσιμέντο ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε μοχλικούς μηχανισμούς, ώστε να μειωθεί η δύναμη που απαιτείται, προκειμένου να σηκωθεί ή να μετακινηθεί
  2. μεταλλικό αντικείμενο γνωστού και συγκεκριμένου βάρους που τοποθετείται σε μια ζυγαριά, προκειμένου να ζυγίσουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε το βάρος του
     συνώνυμα: αντιζύγι, αντιστάθμισμα, βαρίδι, κοντραπέζο
  3. (μεταφορικά) κάτι που επιφέρει ισορροπία σε σχέσεις ή καταστάσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία