αντέφεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντέφεση | οι | αντεφέσεις |
γενική | της | αντέφεσης* | των | αντεφέσεων |
αιτιατική | την | αντέφεση | τις | αντεφέσεις |
κλητική | αντέφεση | αντεφέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεφέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντέφεση θηλυκό
- (νομικός όρος) η δικαστική προσβολή της έφεσης του αντιδίκου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντέφεση