ανοχύρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοχύρωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ανοχύρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει οχυρωθεί
- (ειδικότερα) πόλη ή περιοχή που καταγράφεται σαν ανυπεράσπιστη ώστε να μην βομβαρδιστεί σε περίοδο πολέμου και δεν προβάλει αντίσταση στην προέλαση των αντίπαλων στρατευμάτων