Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοσοποιητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανοσοποιητικ
ός
η
ανοσοποιητικ
ή
το
ανοσοποιητικ
ό
γενική
του
ανοσοποιητικ
ού
της
ανοσοποιητικ
ής
του
ανοσοποιητικ
ού
αιτιατική
τον
ανοσοποιητικ
ό
την
ανοσοποιητικ
ή
το
ανοσοποιητικ
ό
κλητική
ανοσοποιητικ
έ
ανοσοποιητικ
ή
ανοσοποιητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανοσοποιητικ
οί
οι
ανοσοποιητικ
ές
τα
ανοσοποιητικ
ά
γενική
των
ανοσοποιητικ
ών
των
ανοσοποιητικ
ών
των
ανοσοποιητικ
ών
αιτιατική
τους
ανοσοποιητικ
ούς
τις
ανοσοποιητικ
ές
τα
ανοσοποιητικ
ά
κλητική
ανοσοποιητικ
οί
ανοσοποιητικ
ές
ανοσοποιητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανοσοποιητικός
<
ανοσία
+
ποιώ
Επίθετο
επεξεργασία
ανοσοποιητικός
αυτός που επιφέρει ανοσία, όπως π.χ ο
ορός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοσοποιητικός
γαλλικά
:
immunitaire
(fr)
,
immunologique
(fr)
ισπανικά
:
inmunitario
(es)
,
inmunológico
(es)
πολωνικά
:
odpornościowy
(pl)